- χρητήρ
- -ῆρος, ὁ, Απιθ. έπιπλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον τ. πληθ. χρητῆρες, ο οποίος έχει θεωρηθεί ως δ. γρφ. τού χρηστήρια «σκεύη, έπιπλα, εργαλεία» (βλ. λ. χρηστήριος), γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι οι τ. με θ. χρη- χωρίς -σ- εμφανίζουν σημ. «χρησιμοποιώ», σε αντιδιαστολή προς τους τ. από θ. χρη-σ-, οι οποίοι έχουν συν. σημ. «δίνω χρησμό» (βλ. και λ. χρή)].
Dictionary of Greek. 2013.